-
1 διαφωνεω
1) звучать не в лад, диссонировать(ἀναρμοστεῖν τε καὴ δ. Plat.)
2) реже med. не соглашаться(οὐχ ὁμολογεῖν τινι, ἀλλὰ δ. Plat.)
ὁποῖον δ΄ ἂν ᾖ διαπεφώνηται Sext. — относительно чего имеются разногласия3) не согласовываться, противоречить(τινι и ἐπί τινος Arst., πρός τι Arst., Plut. и περί τινος Arst.)
4) не сходиться (в подсчете), т.е. не хватать(διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων Polyb.)
ὀκτώ, ἐξ ὧν πέντε διαφωνοῦσιν Diod. — восемь (книг), из которых пять потеряно5) погибать, умирать
См. также в других словарях:
διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… … Dictionary of Greek